μεσάλα

μεσάλα
η , μεσάλι τό скатерть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεσάλα" в других словарях:

  • μεσάλα — η και μεσάλι, το (Μ μενσάλιον και μεσάλιον και μισάλιν και μινσάλιν και μεσάλι, τὸ) 1. το τραπεζομάντηλο 2. η πετσέτα φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mensale < λατ. mensalium (< mensa «τραπέζι»)] …   Dictionary of Greek

  • μενσάλιον — και μι(ν)σάλι(ον) και μισάλιν, και μεσσάλιον και μεσάλι, τό (Μ) βλ. μεσάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mensale] …   Dictionary of Greek

  • Δομιτία Λεπίδα — (Domitia Lepida, 1ος αι. μ.Χ.). Κόρη του Δομιτίου Αχινοβάρβου, θεία του Νέρωνα, σύζυγος του Βαλερίου Μεσάλα και μητέρα της διαβόητης Μεσαλίνας. Δολοφονήθηκε με διαταγή της μητέρας του Νέρωνα, Αγριππίνας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»